Learning Greek
Vocabulary
Some Words
ο
άντρας
= man
η
γυναίκα
= woman
το
αγόρι
= boy
το
κορίτσι
= girl
το
παιδί
= child
το
βιβλίο
= book
η
εφημερίδα
= newspaper
η
βάρκα
= boat
το
φέριμποτ
= ferry
το
πλοίο
= ship
το
αυτοκίνητο
= automobile
το
λεωφορείο
= bus
Question Words
πού
= where
από
που
= from where
εκεί
πού /
όπου
= in which place
πότε
= when
τι
= what
γιατί
= why
πώς
= how
ποιός /
ποια /
ποιο
= who, or which one, or what
ποιανής /
ποιανού /
ποιανών /
τίνος
= whose (of who)
πόσο
= how much
πόσα /
πόσες
= how many
ερώτηση
= question
απάντηση
= answer
εδώ
= here
εκεί
= there
Food and Drink
το
φαγητό
= food
το
γεύμα
= meal
το
νερό
= water
ο
χυμός
= juice
το
σκαρί
= wine
ο
καφές
= coffee
το
μήλο
= apple
το
πορτοκάλι
= orange
η
φράουλα
= strawberry
το
φρούτο
= fruit
το
χορταρικό
= vegetable
το
αβγό
= egg
το
κοτόπουλο
= chicken
κρέας
= meat
το
ψάρι
= fish
το
ψωμί
= bread
το
ρύζι
= rice
ο
πάλος
= ice
το
τυρί
= cheese
το
αγγούρι
= cucumber
η
ντομάτα
= tomato
το
κρεμμόδι
= onion
η
ελιά
= olive
η
ελαιόλαδο
= olive oil
Animals
το
ζώο
= animal
ο
σκύλος
= dog
η
γάτα
= cat
το
κουτάβι
= puppy
το
γατάκι
= kitten
ο
λύκος
= wolf
η
αλειπού
= fox
το
ποντίκι
= mouse
το
φηλαστικό
= mammal
η
πάπια
= duck
ο
αετός
= eagle
το
κοτό
= chicken
ο
γλάρος
= gull
η
κουκουβάγια
= owl
το
πουλί
= bird
το
ψάρι
= fish
το
δελφίνι
= dolphin
ο
κάβουρας
= crab
το
χταπόδι
= octopus
η
αράχνη
= spider
το
μυρμήγκι
= ant
η
πεταλούδα
= butterfly
το
έντομο
= insect
Family
η
οικογένεια
= family
η
μητέρα
= mother
ο
πατέρας
= father
ο
γιος
= son
η
κόρη
= daughter
ο
θείος
= brother
η
αδερφή
= sister
η
γιαγιά
= grandmother
ο
παππούς
= grandfather
ο
θείος
= uncle
η
θεία
= aunt
ο
ξάδερφος
= cousin
η
γέννηση
= birth
ο
θάνατος
= death
Clothing
τα
ρούχα
= clothes
το
πουκάμισο
= shirt
η
φούστα
= skirt
το
καπέλο
= hat
τα
καπούτσες
= shoes
οι
κάλτσες
= socks
το
παντελόνι
= pants
το
παλτό
= coat
το
φόρεμα
= dress
το
κοστούμι
= suit
η
στολή
= uniform
τα
εσώρουχα
= underwear
το
πορτοφόλι
= wallet
η
τσέπη
= pocket
η
μάσκα
= mask
το
μαντίλι
= scarf
η
ζώνη
= belt
Weather
ο
καιρός
= the weather
ο
ήλιος
= the sun
έχει
ήλιο
= it's sunny
η
ζέστη
= the heat
το
κρύο
= the cold
κάνει
ζέστη
= it's hot
κάνει
κρύο
= it's cold
ο
αέρας
= the wind
έχει
αέρα
= it is windy
βρέχει
= it is raining
χιονίζει
= it is snowing
έχει
ομίχλη
= it is foggy
έχει
συννεφιά
= it is cloudy
Appearance / Body
άσχημος
= ugly
όμορφος,
ωραίος
= beautiful
ψηλός
= tall
κοντό
= short
λίπος,
χοντρός
= fat
αδύνατος
= thin
αδύναμος
= weak
δυνατός
= strong
ξανθός
= blond
μελαχρινός
= dark-haired
κοκκινομάλλος
= red-haired
καθαρός
= clean
βρόμικος
= dirty
νέος
= young
γέρος
= old
αρχαίος
= ancient
το
κεφάλι
= the head
το
πρόσωπο
= the face
το
αυτί
= the ear
το
μάτι
= the eye
το
χείλιος
= the lip
το
στόμα
= the mouth
η
μύτη
= the nose
τα
μαλλιά
= the hair
το
πόδι
= the leg, the foot
το
χέρι
= the arm, the hand
Adjectives
αριστερός
= left
δεξός
= right
ανοιχτός
= open
κλειστός
= closed
ζεστός
= hot
κρύος
= cold
επόμενος
= next
πρόσφατος
= recent
τελικός
= final
τέλειος
= perfect, excellent, great
υπέροχος
= wonderful
εξαιρετικός
= excellent
ενδιαφέρων
= interesting
κουρασμένος
= tired
γενικός
= general
ιδιαίτερος
= special
σκέτος
= plain, ordinary, black (coffee)
φυσιολογικός
= normal
πραγματικός
= real
διαφορετικός
= different
τοπικός
= local
εύκολος
= easy
δύσκολος
= difficult
βασικός
= basic
τα
βασικά
= the basics
προχωρημένος
= advanced
προσωπικός
= personal, private
ωραίος
= nice
σημαντικός
= important
απαραίτητος
= necessary
πιθανός
= probable
δυνατός
= possible
αδύνατος
= impossible
ερίσημος
= official, formal
ανερίσημος
= unofficial, informal
νόμιμος
= legal
στρατιωτικός
= military
δίγλωσσος
= bilingual
διάσημος
= famous
ολόκληρος
= entire
μερικός
= partial
ζωντανός
= alive
νεκρόσ
= dead
γρήγορος
= fast
αργός
= slow
ακριβός
= expensive
φτηνός
= cheap
ξύλινος
= wooden
μεταλλικός
= metal
ρέτρινος
= stone
Adjectives 2
σωστός
= proper, right, real
ακριβής
= exact, correct, precise, accurate
λανθασμένος
= wrong
φωτεινός
= light, bright
σκοτεινός
= dark, obscure, unlucky, sinister
όλος
= all
επικίνδυνος
= dangerous
ξένος
= foreign, strange
συχνός
= frequent
φτηνός
= cheap
έτοιμος
= ready
βολικός
= convenient, comfortable
κρύος
= cold, unresponsive
παλιός
= old, former
παραδοσιακός
= traditional
αντίθετος
= opposite
ιστορικός
= historic
δημοφιλής
= popular (of people)
συνεχής
= continuous
ψεύτικος
= false, artificial, inferior
άχρηστος
= useless
πολιτιστικός
= cultural
απλός
= simple
φτωχός = poor
αληθινός
= true, genuine
ανίκανος
= incompetent, unfit
γεμάτος
= full, loaded, thick
ικανός
= capable, competent
πλούσιος
= rich, plenty of
χρήσιμος
= useful
μελλοντικός
= future
ελεύθερος
= free, unmarried
άδειος
= empty, vacant
εύθραυστος
= fragile, delicate
άθλιος
= terrible, miserable, vile, squalid
αποδοτικός
= profitable, productive, efficient
οικείος
= own, proper, familiar, intimate
ιδιωτικός
= private
σύγχρονος
= modern, simultaneous, synchronous
διαθέσιμος
= available
ειλικρινής
= sincere, frank
Character
ο
χαρακτήρας
= character
καλός
= good
κακός
= bad
απαίσιος
= awful, terrible
έξυπνος
= smart
τίμιος
= honest
υπεύθυνος
= responsible
γενναίος
= brave
τέλειος
= perfect, excellent, great
γλυκός
= sweet
φιλικός
= friendly
ευγενικός
= kind, polite
κοινωνικός
= sociable, social
συμπαθητικός
= likeable
αντιπαθητικός
= unlikeable
αγενής
= rude
εγωιστής
= selfish, or an egoist
ανεξάρτητος
= independent
ήσυχος
= quiet (calm)
ήρεμος
= quiet (silent)
γενναιόδωρος
= generous
θετικός
= positive
αρνητικός
= negative
σοβαρός
= serious
ανόητος
= silly
αστείος
= funny
τρελός
= crazy
παράξενος
= weird
Βλέπω τους συγγενείς της αγενούς γυναίκας. = I see the rude woman's relatives.
Ο σύζυγος της αδερφής μου είναι ανόητοσ αλλά ειλικρινής. = My sister's husband is silly but honest.
Colors and Numbers
τα
χρώματα
= the colors
πολύχρωμος
= multicolored
ανοιχτός
= light
σκούρος
= dark
βαθύς
= dark, deep
λευκός
= white
άσπρος
= white
γκρίζος
= grey
μαύρος
= black
ασπρόμαυρος
= white and black
καφέ,
καστανός
= brown
κόκκινος
= red
ροζ
= pink
πορτοκαλής
= orange
κίτρινος
= yellow
πράςινος
= green
μπλε
= dark blue
γαλάζιος
= light blue
βιολετί
= violet
μοβ
= purple
0 =
μηδέν
1 =
ένας
2 =
δύο
3 =
τρία
4 =
τέσσερα
5 =
πέντε
6 =
έξι
7 =
εφτά
8 =
οκτώ
9 =
εννέα
10 =
δέκα
11 =
έντεκα
12 =
δώδεκα
13 =
δεκατρείς
14 =
δεκατέσσερα
15 =
δεκαρέντε
16 =
δεκαέξι
17 =
δεκαεπτά
18 =
δεκαοκτώ
19 =
δεκαεννέα
1,111 =
χίλια
εκατό
έντεκα
2,222 =
δύο
χιλιάδες
διακόσια
είκοσι
δύο
3,333 =
τρεις
χιλιάδες
τριακόσιες
τριάντα
τρεις
4,444 =
τέσσερις
χιλιάδες
τετρακόσιες
σαράντα
τέσσερις
5,555 =
πέντε
χιλιάδες
πεντακόσιες
πενήντα
πέντε
6,666 =
έξι
χιλιάδες
εξακόσιες
εξήντα
έξι
7,777 =
επτά
χιλιάδες
επτακόσιες
εβδομήντα
επτά
8,888 =
οκτώ
χιλιάδες
οκτακόσιες
ογδόντα
οκτώ
9,999 =
εννιά
χιλιάδες
εννιακόσιες
ενενήντα
εννέα
1,000,000 =
εκατομμύριο
half =
μίσα
infinity =
άπειρο
none =
κανένα
first = πρώτος
second =
δεύτερος
third =
τρίτος
fourth =
τέταρτος
fifth =
πέμπτος
last =
τελευταίος
Times and Dates
το
πρωί
= morning
η
μεσημέρι
= midday
το
αρόγευμα
= afternoon
το
βράδυ
= evening
η
νύχτα
= night
τα
μεσάνυχτα
= midnight
τώρα
= now
αργότερα
= later
σήμερα
= today
απόψε
= tonight
χθες
= yesterday
αύριο
= tomorrow
μεθαύριο
= day after tomorrow
πέρυσι
= last year
φέτος
= this year
του
χρόνου
= next year
πριν
από
τρία
χρόνια
= three years ago
μέχρι
αύριο
= until tomorrow
το
δευτερόλεπτο
= second
το
λεπτό
= minute
η
ώρα
= hour
έντεκα
η
ώρα
= eleven o'clock
η
ημέρα
= day
η
εβδομάδα
= week
ο
μήνας
= month
ο
χρόνος
= year
η
δεκαετία
= decade
ο
αιώνας
= century
η
χιλιετία
= millennium
η
εποχή
= epoch
η
στιγμή
= moment, instant
η
περίοδος
= period
η
γενιά
= generation
η
αρχή
= beginning
το
τέλος
= end
πάλι
= again
η
ηλικία
= age
η
ημερομηνία
= date
το
ημερολόγιο
= diary
η
Κυριακή
= Sunday
η
Δευτέρα
= Monday
η
Τρίτη
= Tuesday
η
Τετάρτη
= Wednesday
η
Πέμπτη
= Thursday
η
Παρασκευή
= Friday
το
Σάββατο
= Saturday
το
Σαββατοκύριακο
= weekend
οι
εποχές
= seasons
ο
χειμώνας
= winter
η
άνοιξη
= spring
το
καλοκαίρι
= summer
το
φθινόπωρα
= autumn
το
ημερολόγιο
= calendar
ο
Ιανουάριος
= January
ο
Θεβρουάριος
= February
ο
Μάρτιος
= March
ο
Απρίλιος
= April
ο
Μάιος
= May
ο
Ιούνιος
= June
ο
Ιούλιος
= July
ο
Αύγουστος
= August
ο
Σεπτέμβριος
= September
ο
Οκτώβριος
= October
ο
Νοέμβριος
= November
ο
Δεκέμβρης
= December
έξι
παρά
είκοσι
= twenty to six
έξι
παρά
τέταρτο
= quarter to six
έξι
και
είκοσι
= twenty past six
έξι
και
τέταρτο
= quarter past six
έξι
και
μισή
= half past six
από
τις
...
μέχρι
τις
...
= from ... to ...
Verbs
τρώω
= eat
πίνω
= drink
δοκιμάζω
= taste
διαβάζω
= read, study
μιλώ
= speak
λέω
= say
τραγουδώ
= sing
βλέπω
= see
κοιτάζι
= look at
ακούω
= hear
δείχνω
= show, point to
αγγίζω
= touch
βάζω
= put
δίνω
= give
παίρνω
= take, receive
λαμβάνω
= take, receive
φέρνω
= bring
αφήνω
= leave
φορώ
= wear
πηγαίνω
= go, take (also πάω)
φεύγω
= depart
φθάνω
= arrive
περπατώ
= walk
τρέχω
= run
πέφτω
= fall
κολυμπάω
= swim
χορεύω
= dance
πετώ
= fly (also throw away)
δουλεύω
= work
γράφω
= write
υπογράφω
= sign (a letter)
σχεδιάζω
= draw, design
φτιάχνω
= make
κάνω
= make
χρησιμοποιώ
= use
βοηθάω
= help
μαγειρεύω
= cook
καθαρίζω
= clean
παίζω
= play
νικάω
= win
ζω
= live
υπάρχω
= exist
μπορώ
= can, be able to
απαγορεύω
= forbid
ξέρω
= know
αγαπώ
= love
αρέσω
= like (cause to like)
νοιάζω
= care (cause to care)
θέλω
= want
αγοράζω
= buy
πληρώνω
= pay
κοστίζω
= cost
Like or
αρέσω
is very weird.
That man likes my clothes.
Τα
ρούχα
μου
αρέσουν
σε
εκείνον
τον
άντρα.
Literally:
The clothes of-me cause-to-like in that-the-man.
Care or
νοιάζω
is similarly weird.
We don't care.
Δεν
μας
νοιάζει.
Literally:
It doesn't to-us cause-to-care.
Verbs — Present 2
ανοίγω
= open
κλείνω
= close, book (a taxi)
αλλάζω
= change
στέλνω
= send
επιστρέφω
= return
παραδίδω
= deliver
προσφέρω
= offer
παρουσιάζω
= present, show
παραλαμβάνω
= receive, collect
καλούμω
= call (on phone)
παίρνω
τηλέφωνο
= call (on phone)
σηκώνω
= lift, pick up (phone)
ανατρέφω
= raise
στεγνώνω
= dry off
σταματώ
= stop
φεύγω
= leave
ακολουθώ
= follow
βρίσκω
= find
χάνω
= lose (misplace), miss
πετώ
= throw away, discard (also fly)
αποτυγχάνω
= fail
ανήκω
= belong to
συμπεριλαμβάνω
= include
περιέχω
= contain, have, include
ρωτώ
= ask
πιστεύω
= believe
αμφιβάλλω
(για)
= doubt
ελπίζω
= hope
εννοώ
= mean (intend)
σημαίνω
= mean (signify)
νιώθω
= feel
νομίζω
= think
μελετώ
= study
κοιτάζω
= look at
ψάχνω
(για)
= look for
προσέχω
= pay attention to, look after, take care of
διατηρώ
= keep, maintain, preserve
δοκιμάζω
= try
βελτιώνω
= improve
συμβαίνω
= happen
επιτρέπω
= allow
παρακαλώ
= request, beg
ευχαριστώ
= thank
αξίζω
= deserve, have value
Verbs — Present 3
See the verbs page for how passive verbs use different endings.
ξεκινώ
= start
τελειώνω
= finish
αναγνωρίζω
= recognize, acknowledge
υποστηρίζω
= support
προσπαθώ
= try, attempt
συνεχίζω
= continue
αγοράζω
= buy
πουλάω
= sell
παραγγέλνω
= order
ξοδεύω
= spend, waste
περνώ
= spend time
κρατώ
= keep
γεμίζω
= fill
απαντώ
= answer
συναντώ
= meet
συστήνω
= introduce
κόβω
= cut
χτενίζω
= comb
εύχομαι
= wish
θυμάμαι
= remember
βαριέμαι
= be bored
κοιμούμαι
= sleep
εμπιστεύομαι
= trust
έρχομαι
= come
χρειάζομαι
= need
μπαίνω
(μέσα)
= go in
βγαίνω
= go out
κατεβαίνω
από
= get out of
κατεβαίνω
= come down from
ανεβαίνω
= climb
κερδίζω
= win
χάνω
= lose
γνωρίζω
= know
καταλαβαίνω
= understand, remember
χτυπώ,
χτυπάω
= hit, beat, strike
πονώ
= hurt
σώζω
= save, rescue
εμποδίζω
= prevent
πλένω
= wash
πιάνω
= catch
εμποδίζω
= block the way
Occupations
Τι
εργασία
κάνεις;
= What work do you do?
η
καριέρα
= career
το
επάγγελμα
= profession
ο
επαγγελματίας
= professional
στη
δουλειά
= at work
δουλεύω
= to work
η
δουλειά
= the work
η
εργασία
= the job
ο
μηχανικός
= engineer, mechanic
ο
ηλεκτρολόγος
= electrician
ο
υδραυλικός
= plumber
ο
οικοδόμος
= construction worker
το
αγρότης
= farmer
ο
αρχιτέκτονας
= architect
ο
παπάς
= priest
η
γιατρός
= doctor
ο
κτηνίατρος
= veterinarian
ο
δικηγόρος
= lawyer
ο
δικαστής
= judge
η
αστυνομία
= police officer
ο
πυροσβέστης
= firefighter
η
φρουρός,
η
φύλακα
= guard
ο
στρατιώτης
= soldier
η
αξιωματικός
= officer
ο
καπετάνιος
= ship's captain
ο
μαθητής
= student
ο
συγγραφέας
= author
ο
συντάκτης
= editor
η
διευθυντής
= director
ο
προϊστάμενος
= manager
το
αφεντικό
= boss
η
γραμματέας
= secretary
ο
εργάτης
= worker
το
προσωπικό
= staff
η
καλλιτέχνιδα
= artist
ο
ηθοποιός
= actor
το
μοντέλο
= model
ο
μάγειρας
= cook, chef
ο
σερβιτόρος
= waiter
ο
σερβιτόρα
= waitress
η
καθαρίστρια
= cleaner
ο
οδηγός
ταξί
= taxi driver
Objects
το
ραδιόυωνο
= radio
η
τηλεόραση
= television
ο
υπολογιστής
= computer
η
οθόνη
= screen, monitor
το
κινητό
= mobile phone
το
τηλέφωνο
= telephone
η
κάμερα
= camera
η
λάμπα
= lamp, lightbulb
η
συσκευή
= device, appliance
το
πράγμα
= thing
το
κομμάτι
= piece
το
αντικείμενο
= object, possession
το
πιάτο
= plate
το
μπολ
= bowl
το
ποτήρι
= glass
η
κούπα
= cup
το
πιρούνι
= fork
το
κουτάλι
= spoon
το
μαχαίρι
= knife
το
καλαμάκι
= straw
το
μπουκάλι
= bottle
το
τηγάνι
= frying pan
η
κατσαρόλα
= cooking pot, baking pan
η
καρέκλα
= chair
το
τραπέζι
= table
το
κρεβάτι
= bed
το
μαξιλάρι
= pillow
η
κουβέρτα
= blanket
το
σεντόνι
= bedsheet
η
οδοντόβουρτσα
= toothbrush
η
οδοντόκρεμα
= toothpaste
το
σαπούνι
= soap
η
πετσέτα
= towel
το
αποσμητικό
= deodorant
το
ξυράφι
= razor
η
χτένα
= comb
το
σφουγγάρι
= sponge
το
πιστολάκι
= hairdryer
η
μηχανή
= engine, machine
η
ρόδα
= wheel
η
σημαία
= flag
η
αλυσίδα
= chain
το
σχοινί
= rope
η
κλωστή
= string, thread
το
βελόνι
= needle
το
κουτί
= box
το
καλάθι
= basket
η
τσάντα,
η
σακούλα
= bag
το
πιστόλι
= pistol
το
κλειδί
= key
το
ρολόι
= clock
η
καμπάνα
= bell
η
ομπρέλα
= umbrella
ο
κουμπαράς
= moneybox, piggy bank
το
παιχνίδι
= toy
η
μπαταρία
= battery
το
δώρο
= gift
το
χαρτί
= paper
το
στυλό
= pen
το
μολύβι
= pencil
η
γόμα
= eraser
το
ψαλίδι
= scissors
το
γράμμα,
η
επιστολή
= letter
το
τετράδιο
= notebook
το
περιοδικό
= magazine
το
μυθιστόρημα
= novel
House
το
σπίτι
= house
ο
τοίχος
= wall
το
πάτωμα
= floor
το
ταβάνι
= ceiling
η
πόρτα
= door
το
παράθυρο
= window
η
κουρτίνα
= curtain
η
σκεπή
= roof
το
δωμάτιο
= room
τα
έπιπλά
= furniture
η
τραεζαρία
= dining room
το
τραπέζι
= table
το
σαλόνι
= living room
η
βιβλιοθήκη
= library, bookcase
το
γραφείο
= desk, office
ο
καναπές
= sofa
το
χαλί
= rug
η
καρέκλα
= chair
η
πολυθρόνα
= armchair
ο
διάδρομος
= hallway, corridor
η
κουζίνα
= kitchen
το
ψυγείο
= refrigerator
ο
φούρνος
= oven
το
ντουλάπι
= cabinet, cupboard
το
συρτάρι
= drawer
το
ράφι
= shelf
τα
μαχαιροπίρουνα
= silverware, cutlery
το
μπάνιο
= bathroom
η
βρύση
= faucet, tap
ο
νεροχύτης
= sink
ο
νιπτήρας
= washbasin
η
τουαλέτα
= toilet
η
μπανιέρα
= bathtub
το
ντουζ
= shower
ο
καθρέφτης
= mirror
το
υπνοδωμάτιο
= bedroom
το
κρεβάτι
= bed
το
φως
= light
το
φωτιστικό
= lamp, light fixture
η
λάμπα
= lamp, lightbulb
η
ντουλάπα
= closet
το
υπόγειο
= basement
η
σοφίτα
= attic
η
αποθήκη
= storage room, pantry
η
σκάλα
= stairs, ladder
το
καλοριφέρ
= radiator
το
μπαλκόνι
= balcony
ο
κήποσ
= garden
η
αυλή
= yard
η
πισίνα
= swimming pool
Sizes
ποσό
= amount
μεγάλος
= large
τεράστιος
= huge
μικρός
= small
μικροσκοπικός
= tiny
μισό
= half
διπλός
= double
τριπλό
= triple
τα
τριπλά
= three times as much
το
ζευγάρι
= couple, pair
ανά
= per
μέσοσ
= average
η
πλειοψηφία
= the majority
ζυγίζω
= weigh
μετρώ
= measure, count
περισσότερο
= more (mass)
περισσότερες
= more (count)
λίγο
= less (mass)
λιγότερο
= less, fewer (count)
πολύ
λίγα
= very few
πολλή
= a lot, much (mass)
πολύ
= a lot
αρκετή
= a lot of, much of, enough of
πολλές,
πολλοί
= a lot of, many (count)
λίγο
= a little
(οι)
λίγοι
= a few
το
μήκος
= length
το
ύψος
= height
το
πλάτος
= width
η
διάσταση
= dimension
μακρύς
= long
κοντό
= short
πλατιά
= wide
φαρδιά
= loose, wide (e.g., clothes)
στενός
= narrow, tight (e.g., clothes)
το
μέτρο
= metre
το
χιλιοστόμετρο
= millimetre
το
εκατοστό
= centimetre
το
χιλιόμετρο
= kilometre
το
μίλι
= mile
το
βάρος
= weight
ελαφρός
= light
βαρύς
= heavy
το
γραμμάριο
= gram
το
χιλιοστόγραμμο
= milligram
το
χιλιόγραμμο
= kilogram
το
κιλό
= kilo
ο
τόνος
= tonne
ο
όγκος
= volume
το
λίτρο
= liter
το
χιλιοστόλιτρο
= milliliter
People
το
όνομα
= name
ο
πολίτης
= citizen
το
άτομο
= person
οι
λαοί
= people
ο
άνθρωρος
= human
κύριος
= Mr.
ο
κύριος
= the gentleman
κυρία
= Mrs.
η
κυρία
= the lady
ο
τύπος
= guy
η
τύπισσα
= gal
η
νεολαία
= youth (collectively)
ο
φίλος
= boyfriend
η
φίλη
= girlfriend
η
κοπέλα
= girlfriend
το
φιλί
= kiss
φιλήσω
= to kiss
η
κολλητή
= best friend
η
σχέση
= relationship
το
ζευγάρι
= couple, pair
ο
εργένης
= bachelor
η
παρέα
= group of friends
ο
εχθρός
= enemy
το
θύμα
= victim
ο
γείτονας
= neighbor
οι
γείτονές
= neighbors
οι
γείτονισσές
= neighbors
η
επιτροπή
= committee
το
συνέδριο
= conference
το
ίδρυμα
= institute
το
τμήμα
= department
η
κουλτούρα
= culture
ο
πληθυσμός
= population
το
κοινό
= audience
νεαρός
= young
ηλικιωμένος
= elderly
αρχαίος
= ancient
τυχαίος
= random
επειγόντως
= emergency
ο
μαθητής
= student
ο
καθηγητής
= professor
η
διευθυντής
= director, principal
ο
διοκητής
= commander
ο
στρατιώτης
= soldier
η
αξιωματικός
= officer
ο
καπετάνιος
= ship's captain
Greece
το
πανηγύρι
= fair
το
μάρμαρο
= marble
ο
εμπορικός
στόλος
= merchant fleet
το
λάδι
= oil
η
ελιά
= olive, olive tree
το
γλέντι
= revelry, partying, feast
ο
ποιμενικός
= shepherd
το
σφουγγάρι
= sponge
η
λιακάδα
= sunshine
η
Ελλάδα
= Greece
τα
ελληνικά
= Greek language
ο
Έλληνκς
= Greek person
ελληνικός
= Greek
Countries
η
Αμερική
= America
ΗΠΑ
= USA
αμερικανικός
= American (adjective)
οι
Αμερικανοί,
Αμερικανός,
Αμερικανίδα
= American people
η
Αυστραλία
= Australia
αυστραλιανός
= Australian (adjective)
οι
αυστραλοί
= Australian people
η
Κίνα
= China
κινέζικος
= Chinese (adjective)
τα
κινέζικα
= Chinese (language)
οι
Κονέζοι
= Chinese people
η
Αίγυπτος
= Egypt
αιγυπτιακός
= Egyptian (adjective)
οι
Αιγύπτιοι
= Egyptian people
η
Αγγλία
= England
αγγλικός
= English (adjective)
τα
αγγλικά
= English (language)
Οι
Άγγλοι,
Άγγλος,
Άγγλίδα
= English people
η
Γαλλία
= France
γαλλικό
= French (adjective)
τα
γαλλικά
= French (language)
οι
Γάλλοι,
Γάλλος,
Γάλλίδα
= French people
η
Γερμανία
= Germany
γερμανικός
= German (adjective)
τα
γερμανικά
= German (language)
οι
Γερμανοί
= German people
η
Ελλάδα
= Greece
ελληνικός
= Greek (adjective)
τα
ελληνικά
= Greek (language)
οι
Έλληνες,
Έλληνας,
Ελληνίδα
= Greek people
η
Ιταλία
= Italy
ιταλικός
= Italian (adjective)
τα
ιταλικά
= Italian (language)
οι
Ιταλοί,
Ιταλικό,
Ιταλίδα
= Italian people
η
Ρωσία
= Russia
ρωσικός
= Russian (adjective)
τα
Ρωσικά
= Russian (language)
οι
Ρώσοι,
Ρώσος,
Ρωσίδα
= Russian people
η
Ισπανία
= Spain
ισπανικός
= Spanish (adjective)
τα
ισπανικά
= Spanish (language)
οι
Ισπανοί,
Ισπανός,
Ισπανίδα
= Spanish people
η
Τουρκία
= Turkey
τουρκικός
= Turkish (adjective)
τα
τούρκικα
= Turkish (language)
οι
Τούρκοι,
Τούρκος,
Τούρκάλα
= Turkish people
η
Αφρική
= Africa
Αφρικανικός
= African (adjective)
οι
Αφρικανοί
= African people
η
Ασία
= Asia
ασιατικός
= Asian (adjective)
οι
Ασιάτες
= Asian people
η
Ευρώπη
= Europe
ευρωπαϊκός
= European (adjective)
οι
ευρώπαίοι
= European people
η
Ωκεανία
= Oceania
ωκεάνιος
= Oceanic (adjective)
οι
ωκεανοί
= Oceanic people
η
ήπειρος
= continent
κατάγομαι
= come from
Transportation
η
βάρκα
= boat
το
φέριμποτ
= ferry
το
λιμάνι
= port
το
πλοίο
= ship
το
υποβρύχιο
= submarine
το
αεροπλάνο
= airplane
το
ελικόπτερό
= helicopter
η
πτήση
= flight
το
αεροδρόμιο
= airport
η
αεροσυνοδός
= flight attendant
ο
επιβάτης
= passenger
το
ποδήλατο
= bicycle
το
λεωφορείο
= bus
το
αυτοκίνητο
= car, automobile
το
αμάξι
= car, automobile
το
όχημα
= vehicle
οδηγώ
= drive
ο
οδηγός
= driver
η
βαλίτσα
= suitcase
οι
αποσκευές
= luggage, baggage
το
τραίνο
= train
σταθμός
= station
η
στάση
του
λεωφορείου
= bus stop
το
φορτηγό
= truck
το
καύσιμο
= fuel
η
βενζίνη
= gasoline
το
κράνος
= helmet
το
τιμόνι
= steering wheel
ο
δρόμος
= road, street
η
λεωφόρος
= avenue, boulevard
το
πεζοδρόμιο
= sidewalk, pavement
η
πλατεία
= square
η
γέφυρα
= bridge
το
φανάρι
= traffic light
η
κίνηση
= traffic
τα
διόδια
= toll, toll booth
το
μετρό
= metro, subway
το
ταξίδι
= trip
η
περιπέτεια
= adventure
ο
τουρίστας
= tourist
το
εισιτήριο
= ticket
το
εκδοτήριο
= ticket office
διεθνής
= international
ταξιδεύω
= travel
φεύγω
= leave, go
φτάνω
= arrive
η
αναχώρηση
= departure
η
άφιξη
= arrival
ο
χάρης
= map
το
διαβατήριό
= passport
Feelings
η
αγάπη
= love
ο
έρωτας
= love
αγαπώ
= love
λατρεύω
= adore
ερωτεύομαι
= fall in love (with)
ερωτευμένος
= in love with
συμπαθώ
= like
αντιπαθώ
= dislike
μισώ
= hate
χαρούμενος
= happy
η
χαρά
= happiness
χαίρομαι
= be happy
γελώ
= laugh
κλαίω
= cry
φλιμμένος
= sad
η
λύπη
= sadness
λυπάμαι
= be sorry
λείπω
= miss
ανυπομονώ
= look forward to
περήφανος
= proud
απογιητεύω
= disappoint
η
απογοήτευση
= disappointment
αηδιάζω
= disgust
συγκινημένος
= touched
ζηλεύω
= be jealous of
δε
με
πειράζει
= I don't mind
ζαλίζομαι
= be dizzy
ανασφάλος
= insecure
φοβισμένος
= scared
το
άγχος
= anxiety, stress
αγχωμένος
= anxious, stressed
αγχώνομαι
= become anxious, become stressed
ήρεμος
= calm
ανακουφίζω
= be relieved
η
ενοχή
= guilt
ένοχος
= guilty
η
τύψη
= remorse
η
ντροπή
= shame
ο
οίκτο
= mercy
λυπάμαι
= pity
μετανοώ
= regret
θυμώνω
= get angry
ο
θυμός
= anger
εξοργίζω
= enrage
η
οργή
= rage, fury
φοβισμένος
= afraid
φοβάμαι
= be afraid of
ψύχραιμος
= cool-headed
σίγουρος
= sure, certain
αισθάνομαι
= feel
το
συναίσθημα
= feeling